- επτάωρο(ν)
- το семичасовой рабочий день
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
επτάωρος — η, ο (AM ἑπτάωρος, ον) αυτός που διαρκεί επτά ώρες νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το επτάωρο χρονικό διάστημα επτά ωρών … Dictionary of Greek